κωδωνοστάσι(ον)

κωδωνοστάσι(ον)
το колокольня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κωδωνοστάσι(ον)" в других словарях:

  • κωδωνοστάσι — το είδος πυργίσκου στις εκκλησίες, από την οροφή του οποίου κρέμονται οι καμπάνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωδωνοστάσιο — και κωδωνοστάσι, το μικρός πύργος εκκλησίας από την οροφή τού οποίου είναι αναρτημένες οι καμπάνες, καμπαναριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + στάσιο < ασθενές θ. στă τού ἵστημι (πρβλ. ἕ στă μεν, στᾰτός) + κατάλ. σιο (πρβλ. εργο στά σιο, ηλιο στά σιο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»